αδοφοίτης

αδοφοίτης
ἀδοφοίτης, ο (Α)
αυτός που επισκέφθηκε τον άδη, τον κάτω κόσμο (πρβλ. ᾁδοβάτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + φοιτῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αϊδοφοίτης — ἁιδοφοίτης και ᾁδοφοίτης, ο (Α) αυτός που «φοιτά», που συ χνάζει στον Άδη λεγεται για πρόσωπο κάτισχνα, που είναι σαν να ζουν στο οριακό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτου η λ. στον Ησύχιο: «ἁιδοφοῑται οἱ λεπτοὶ καὶ ἰσχνοὶ καὶ ἐγγὺς θάνατοι ὄντες».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”